5 ιστορίες αίματος

Ραφαήλ Αρετάκης

Όταν χάνεις μια από τις αισθήσεις σου, οι υπόλοιπες οξύνονται για να καλύψουν το κενό που δημιουργήθηκε. Όταν έχει μείνει μόνο η ακοή, τα πάντα διογκώνονται. Κάθε λέξη και ήχος σχηματίζει μια γρατζουνιά στο χρονικό μιας αποτρόπαιης πράξης.

  • 5 minutes 5 seconds
    Ελεονώρα
    Για τα επόμενα λεπτά κλείσε τα μάτια και άκουσέ με. Προσπάθησε να μπεις μέσα μου. Αυτό που θα σας πω είναι μια ιστορία όμοια με όλες τις άλλες. Με μια μόνη διαφορά. Ο ουρανός εκείνο το βράδυ ήταν πιο βουρκωμένος από ποτέ. Δάκρυζε αίμα και οι βροντές του ήταν βροντές μιας απεγνωσμένης συγχώρεσης που δεν θα έρθει ποτέ. Ψυχές σαν τη δική μου είναι καταραμένες. Είχαν περάσει δυο μήνες από τότε που ήρθε στον κόσμο και τη φέραμε στο σπίτι. Περνούσα τουλάχιστον τρεις φορές την ημέρα έξω από το δωμάτιό της. Στεκόμουν λίγα λεπτά μπροστά στην πόρτα της ψάχνοντας το κουράγιο να την ανοίξω και να μπω. Μόνο μια φορά το έκανα. Ήταν και η τελευταία. Ήξερα από την πρώτη στιγμή την κατάληξη. Από την ώρα που ο γιατρός μας περιέγραψε το μέλλον της, καρφώθηκε μια ιδέα μέσα μου. Είμαι σίγουρος πως και η μάνα της σκεφτόταν το ίδιο αλλά δεν τολμούσε να ξεστομίσει κουβέντα. Την έβλεπα πως ήταν κάθε φορά που έβγαινε απ’ το δωμάτιό της. Τα μάτια της πρησμένα απ’ το κλάμα και το κεφάλι σκυφτό. Οι καθρέπτες του σπιτιού είχαν ραγίσει μην αντέχοντας να με αντικρίζουν. Αν είχαν στόμα θα έφτυναν τα σπασμένα τους γυαλιά στο λαρύγγι μου και θα τέλειωναν όλα. Πως παίρνεις μια τέτοια απόφαση; Πως τερματίζεις πρόωρα μια ζωή; Αν αυτό λέγεται ζωή. Ελπίζω να μην υπάρχει θεός που θα με κρίνει για αυτό που πρόκειται να κάνω. Είχε σουρουπώσει για τα καλά. Η μάνα της μετά το τελευταίο τάισμα της μέρας, πήγε να ξαπλώσει και να μουσκέψει το μαξιλάρι της μέχρι να αποκοιμηθεί. Εγώ καθόμουν στο σαλόνι. Τα φώτα σβηστά. Στα πόδια μου είχα ξαπλώσει την καραμπίνα του πατέρα μου. Ήταν γεμισμένη με ένα φυσίγγιο. 20:10 Ανέβηκα τα δεκατέσσερα σκαλοπάτια της ξύλινης σκάλας. Σε κάθε βήμα προσπαθούσα να βρω έναν αντίλογο. Μια σκέψη που θα με έκανε να αλλάξω γνώμη.. Έφτασα έξω από την πόρτα του δωματίου της και γύρισα το χερούλι. Η μυρωδιά της μπογιάς υπήρχε ακόμα στην ατμόσφαιρα. Το είχα βάψει για τον ερχομό της. Ο χώρος ήταν γεμάτος παιχνίδια και ρουχαλάκια που περίμεναν να πάρουν ζωή από ένα πλάσμα που δεν θα τους την έδινε ποτέ. Δε θα λέρωνε τα γόνατά του στο γρασίδι, δε θα καλούσε φίλους σπίτι, δε θα πήγαινε σχολείο, δε θα έβγαινε πρώτο ραντεβού, δε θα έκανε ποτέ οικογένεια. Δε θα γινόταν ποτέ αυτό που θέλει αυτή η γαμημένη κοινωνία. Περπάτησα ως την κούνια της. Το τρίξιμο του πατώματος την ξύπνησε. Άρχισε να κλαίει μέχρι που γύρισε το κεφαλάκι της προς το μέρος μου. Το κλάμα της σταμάτησε και με κοίταξε με ένα βλέμμα απορίας και ηρεμίας μαζί. Τα μάτια μου βούρκωσαν ακαριαία και άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Σήκωσα την καραμπίνα και τη σημάδεψα. Μου χαμογέλασε. Οι λυγμοί μου εντάθηκαν. Η ανάσα μου κοβόταν από το κλάμα. Φώναζα το όνομα της μάνας της μήπως και έρθει να προλάβει την πράξη μου. Μάταια. Είχε τα μάτια της ανοιχτά, περιμένοντας την κατάληξη. Το ουρλιαχτό μου κορυφώθηκε με τη βροντή του ουρανού και το τράβηγμα της σκανδάλης. Τριακόσια μολυβένια σφαιρίδια. Τριακόσια μολυβένια σφαιρίδια λύτρωσης ξέρασε η κάννη. Φυτεύτηκαν όλα στο κορμάκι της. Το αίμα της έβαψε κόκκινη μια αθωότητα που δεν άντεχα να αντικρίζω. Μέχρι σήμερα, δεν ξέρω ποιος λυτρώθηκε. Εκείνη ή εγώ; Κάθε βράδυ βγαίνω απ’ το σώμα μου και με κοιτάω. Παρατηρώ ένα κομμάτι κρέας που ζαρώνει μέρα με τη μέρα και του κάνω μια ερώτηση. Μετάνιωσες; Θα την έλεγαν Ελεονώρα και ήταν δυο μηνών.
    30 December 2017, 12:00 am
  • 4 minutes 37 seconds
    Αρλέτα | Κορνήλιος
    «Κάθε φόνος είναι μια ερωτική πράξη για μένα. Μια σύντομη ερωτική ιστορία που έχει σκίρτημα, κορύφωση και απόηχο. Ο οργασμός που νιώθω τη στιγμή της κορύφωσης είναι ίδιος με αυτόν μιας ερωτικής συνευρέσεως.» Απόσπασμα της κατάθεσης του δράστη. Αρχείο αστυνομίας. Ζούσε με τον άντρα της, στον δεύτερο όροφο μιας διατηρητέας πολυκατοικίας στην άλλη μεριά της πόλης. Αυτός ταξίδευε πολύ και σπάνια βρισκόταν στο διαμέρισμα. Εκείνη δούλευε σε μια μικρή γκαλερί λίγα μέτρα από το σπίτι. Στεκόμουν κάθε πρωί στο απέναντι πεζοδρόμιο και την παρατηρούσα. Ήταν πάντα κομψά ντυμένη. Το περπάτημα της αέρινο και οι κινήσεις της έμοιαζαν βγαλμένες από χορογραφία. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα και μακριά. Το δέρμα της είχε ένα υπόλευκο χρώμα που έμοιαζε ψεύτικο. Είχα επισκεφτεί πολλές φορές το διαμέρισμα τους όσο εκείνη ήταν στη δουλειά. Ήταν μικρό αλλά προσεγμένο. Η μυρωδιά της είχε απλωθεί σε κάθε γωνία του σπιτιού. Ήταν λες και έβγαινε από τη λουλουδάτη ταπετσαρία των τοίχων. Τα έπιπλα του σαλονιού είχαν ένα καλοδιατηρημένο παλιακό στιλ. Τα μεγάλα παράθυρα άφηναν ελεύθερο το φως να χύνεται σε όλους τους χώρους. Πάνω απ’ το τζάκι και στα τραπεζάκια δίπλα στον καναπέ υπήρχαν φωτογραφίες τους. Δεν ήθελα να τον βλέπω μαζί της γι’ αυτό και τις ξάπλωνα σε κάθε μου επίσκεψη. Ήταν Σάββατο, 17 Γενάρη όταν επέστρεψε από το τελευταίο του ταξίδι αυτός. Εκείνη ήταν ακόμα στη δουλειά. Όταν μπήκα στο σπίτι ήταν ήδη στο ντουζ. Η βαλίτσα του ήταν ανοιχτή, τα ρούχα αδειασμένα στο κρεβάτι και πάνω τους ένα μακρόστενο, βελούδινο κουτί κοσμηματοπωλείου. Το άνοιξα και μέσα είχε μια λευκόχρυση αλυσίδα για το λαιμό. Μπήκα και εγώ στο μπάνιο. Ήταν γεμάτο με υδρατμούς. Έβγαλα από την τσέπη μου ένα σουγιά. Τράβηξα απότομα την κουρτίνα και τον κάρφωσα επτά φορές στο σβέρκο του. Το αίμα τινάχτηκε στο λευκό πλακάκι και σχημάτισε ένα όμορφο μοτίβο, που δυστυχώς έπρεπε να καθαρίσω. Τον άφησα μέσα στη μπανιέρα με τη βρύση ανοιχτή. Λίγα λεπτά αργότερα άκουσα την πόρτα να κλείνει. Φώναξε χαρούμενη το όνομα του και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο της κρεβατοκάμαρας. Κρύφτηκα πίσω από την πόρτα. Νόμιζε πως θέλει να την πειράξει και συνέχισε να του μιλάει. Την έβλεπα από τη χαραμάδα να γδύνεται. Αν υπάρχουν άγγελοι, κάπως έτσι πρέπει να είναι! Μπήκε στο μπάνιο και τράβηξε την κουρτίνα. Όταν τον είδε νεκρό άρχισε να ουρλιάζει. Την έπιασα από το κεφάλι και της έσπασα το λαιμό. Κρίμα που ο χώρος δεν είχε καλή ακουστική. Θα ήθελα το ουρλιαχτό της να απλωθεί λίγο περισσότερο. Την πήρα στα χέρια μου και την ξάπλωσα στο κρεβάτι. Έβγαλα από την τσάντα μου το μπαλτά μου και ένα μασάτι και τον ακόνισα επιθετικά. Έκοψα τα πόδια της από το γόνατο και τα χέρια από τους ώμους. Τα τοποθέτησα στο πάτωμα, το ένα δίπλα στο άλλο. Έδεσα σφιχτά τις άκρες τους και τις τύλιξα με πετσέτες για να σταματήσει το πολύ αίμα. Της χάιδεψα για λίγο το πρόσωπο. Ήταν πανέμορφη! Άνοιξα το κουτάκι και της έδεσα την αλυσίδα που της έφερε στο λαιμό. Πήρα τη βαλίτσα του και έβαλα μέσα τα χέρια και τα πόδια της. Το υπόλοιπο σώμα της το αποχαιρέτησα με ένα φιλί. Όταν γύρισα σπίτι, κατέβηκα στο υπόγειο. Ξεκλείδωσα την καταπακτή και βρέθηκα στα θεμέλια του σπιτιού. Άνοιξα τη βαλίτσα και έβγαλα τα άκρα της. Τα κάρφωσα στον τοίχο στη θέση που είχα προετοιμάσει από την πρώτη μέρα που την συνάντησαν τα μάτια μου. Ακριβώς από κάτω είχα μια ταμπελίτσα με το όνομα της. Την έλεγαν Αρλέτα και ήταν 24 ετών. Τον έλεγαν Κορνήλιο και ήταν 35.
    29 December 2017, 12:00 am
  • 4 minutes 42 seconds
    Ηλέκτρα | Ορέστης
    Για τα επόμενα λεπτά κλείσε τα μάτια και άκουσέ με. Προσπάθησε να μπεις μέσα μου. Σήμερα θα δώσω τροφή σε πεινασμένες ψυχές του κάτω κόσμου. Λαχταρούσαν ένα κομμάτι απ’ τη γεύση μας καιρό τώρα. Οι παλμοί της καρδιάς της άρχισαν να πέφτουν. Άκουγε την αντανάκλαση τους να πάλλεται στο τύμπανο του αυτιού της και στα γόνατα της. Το στόμα της είχε στεγνώσει. Στα μάτια της φύτεψα άμμο και γεννήθηκε γυαλί. Κατέβασα τη μαύρη κουρτίνα και της σκέπασα τα πόδια ως το μουνί της. Έβγαλα μια σκουριασμένη λεπίδα που είχα στο πορτοφόλι και έγλυψα την άκρη της. Ήταν βουτηγμένη σε λάβδανο. Γεύτηκα τη γαλήνη του στη γλώσσα μου. Τέντωσα το δεξί της χέρι της και έκοψα κατά μήκος της φλέβας της. Βούτηξα το δάχτυλο μου στην πληγή, ξανά και ξανά, και έγραψα στην κοιλιά και το στήθος της την τελευταία μου σκέψη. Την υπέγραψα με το όνομα της. Είμαι σίγουρος πως το ίδιο θα σκεφτόταν αν μπορούσε... Δάγκωσα τα χείλη της. Ήταν ήδη μελανιασμένα και πικρά σαν τα μάτια της. Στη γεύση τους ένιωσα την αρρώστια που είχε φυτέψει μέσα μου εκείνο το πρώτο βράδυ που τη γνώρισα. Ήξερε τι έκανε από την πρώτη στιγμή. Δεν ήμουν ο πρώτος, ούτε θα ήμουν ο τελευταίος αν δεν τη σταματούσα. Το τελευταίο πράγμα που μύρισε ήταν η μπόχα του αλκοόλ στην ανάσα μου. Το τελευταίο που άκουσε ήταν το σουβλί που διαπέρασε το τύμπανο του αυτιού της και σκάλισε το μυαλό της. Το τελευταίο που είδε ήταν ένα ηλιοβασίλεμα στην τηλεόραση. Το τελευταίο που γεύτηκε, μερικές σταγόνες ουίσκι στο σάλιο μου. Σηκώθηκα όρθιος και κοίταξα άλλη μια φορά το δωμάτιο. Ήταν ημιφωτισμένο, γεμάτο σκόνη και παλιακά αντικείμενα. Ο αγαπημένος της σκουροπράσινος καναπές είχε μια στάμπα από την πρώτη της περίοδο και ένα αδειανό μπουκάλι Γκλεν Μόραντζη, χωμένο στο πίσω μέρος του μαξιλαριού. Στο τραπεζάκι δίπλα υπήρχε ένα οβάλ πορτατίφ και ένα τασάκι πνιγμένο στα αποτσίγαρα, σημαδεμένα από φτηνιάρικο κόκκινο κραγιόν. Η ταπετσαρία στους τοίχους είχε ένα στρώμα λίγδας από δεκαετίες ασταμάτητου καπνίσματος. Απ’ το ταβάνι κρεμόταν μια θηλιά πλεγμένη για το λαιμό μου. Την έπλεξα μόνος μου το πρώτο βράδυ που τη γνώρισα. Κάθε νύχτα μαζί της και μια πλέξη. 3:17 Σε δυο σκαλοπάτια ήταν τα τελευταία βήματα που έκανα. Το πρώτο σε ένα σκαμνί. Το δεύτερο σε ένα βαρέλι γεμισμένο με πετρέλαιο, που έφτανε μέχρι τη μέση μου. Πάτησα γερά στο χείλος του και πέρασα τη θηλιά στο λαιμό μου. Τράβηξα το σχοινί και την έσφιξα. Έβγαλα από τη μια μου τσέπη ένα τελευταίο τσιγάρο και το έβαλα στο στόμα μου. Από την άλλη έβγαλα ένα σπίρτο. Το γρατζούνισα στο χέρι μου και άναψα το τσιγάρο. Ρούφηξα και κατέβασα τον καπνό ως την ψυχή μου. Πάντα μου άρεσε να τη θολώνω με κάθε ευκαιρία που εύρισκα. Έκανα ένα μικρό σάλτο και βούτηξα ως τα γόνατα μου στο βαρέλι. Το σπάσιμο του λαιμού ήταν ακαριαίο. Οι σπασμοί του σώματος μου μέχρι να φύγει η ζωή από μέσα μου, τίναξαν το τσιγάρο απ’ τα χείλη μου. Όταν άγγιξε την επιφάνεια του πετρελαίου, όλα απέκτησαν νόημα... Τυλίχτηκα στην άγνωστη ζεστασιά της λύτρωσης. Τώρα ήμουν ελεύθερος και εγώ. Την έλεγαν Ηλέκτρα, με έλεγαν Ορέστη και ήμασταν 29 ετών.
    9 December 2017, 12:00 am
  • 4 minutes 49 seconds
    Καμέλια
    Πόση απάτη κρύβεται σε ένα πρώτο φιλί και πόση αλήθεια σε ένα τελευταίο. Έκοβα τις φλέβες μου και χυνόταν ντροπή. Ίδρωνα και έσταζα ταπείνωση. Κάθε φορά που έβγαινα απ’ το σπίτι μου, ένιωθα τα βλέμματα των γειτόνων να καρφώνουν λέξεις στην πλάτη μου. Κανείς δεν μου μίλησε ποτέ για αυτό. Προτιμούσαν να ψιθυρίζουν πίσω απ’ τη σκιά των δακτύλων τους. Όταν πηδιόταν όσο έλειπα απ’ το σπίτι, έστηναν όλοι τους αυτί για να έχουν περισσότερη τροφή με τον απογευματινό καφέ. Η βρώμα είχε φυτευτεί μέσα μου και φύτρωνε μια ξεφτίλα που μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Σκέψη με τη σκέψη. Ένιωθα ταπεινωμένος ακόμα και απ’ τον διάβολο που κοιτούσα στον καθρέπτη μου. Το έπαιξα άρρωστος εκείνη τη μέρα και έφυγα νωρίτερα απ’ τη δουλειά. Γύρισα σπίτι. Μπήκα στο υπνοδωμάτιο και άρχισα να βγάζω τα περιττά έπιπλα στο μπαλκόνι. Δεν ήταν και πολλά. Ένα μικρό γραφείο και μια γδαρμένη πολυθρόνα. Μετακίνησα το σιδερένιο κρεβάτι στη μέση του δωματίου. Τράβηξα τα σεντόνια και το άφησα γυμνό, μόνο με το στρώμα. Ξάπλωσα στο πάτωμα και την περίμενα. Αποκοιμήθηκα. Ξύπνησα από τον χτύπο της πόρτας που έκλεισε πίσω της. Τινάχτηκα απ’ το πάτωμα και πήγα στο σαλόνι να την υποδεχτώ. Μόλις με είδε άρχισε να μιλάει. Ψέμα πάνω στο ψέμα. Σε κάθε της κουβέντα μύριζα τη μπόχα της προδοσίας στην ανάσα της. Έσκυψα και τη φίλησα. Στη γλώσσα της ένιωσα ένα σάλιο άγνωστο. Η στιγμή που το νόμισμα ξαπλώνει στο έδαφος από τη μεριά που δεν διάλεξα, είχε φτάσει. Με το ένα μου χέρι την έπιασα απ’ το λαιμό και τη χάιδεψα. Με το άλλο της έπιασα το μέτωπο. Πριν προλάβει να με ρωτήσει τι κάνω, την έσπρωξα με όλη μου τη δύναμη στον τοίχο. Ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Και μια φορά ακόμα. Οι δονήσεις των χτυπημάτων περνούσαν από το δέρμα της στο δικό μου. Το βάρος της έφυγε απ’ το σώμα της και έπεσε στα χέρια μου. Την κράτησα για λίγα δευτερόλεπτα πριν τη μεταφέρω στο κρεβάτι. Ήθελα να χαζέψω το αίμα της στον τοίχο. Στο μικρό μπαλκονάκι πάνω από το τζάκι του υπνοδωματίου ήταν δυο φωτογραφίες μας. Τώρα συνειδητοποίησα πως ούτε σε μια κορνίζα δεν καταφέραμε να είμαστε πραγματικά μαζί. Το άναψα. Η φωτιά φούντωσε και η ζεστασιά απλώθηκε γρήγορα στο δωμάτιο. Ζούσε ακόμα όταν την ξάπλωσα στο κρεβάτι. Της έβγαλα τα ρούχα και την άφησα γυμνή, γερμένη στο πλάι να κοιτάει προς το τζάκι. Ξάπλωσα πίσω της και της χάιδεψα το δέρμα. Η προδοσία της και η ηδονή του επερχόμενου θανάτου της με είχε καυλώσει. Ξεκούμπωσα το παντελόνι μου και έβγαλα τον πούτσο μου έξω. Ήθελα να τη βιάσω όπως βίαζε και αυτή η καριόλα το μυαλό μου. Όταν της τον έμπηξα, την ένιωσα να ξυπνά. Τύλιξα το χέρι μου γύρω της καθώς τη γαμούσα με μανία! Αγκάλιαζα και έσφιγγα το λαιμό της καθώς ψιθύριζα πως την αγαπώ. Όσο εγώ πλησίαζα στον οργασμό τόσο αυτή στο θάνατο. Προσπαθούσε μάταια να ξεκολλήσει το χέρι μου από πάνω της. Κάθε δίοδος οξυγόνου προς τον εγκέφαλο είχε κοπεί. Βυθιζόταν σιγά στη ζάλη του θανάτου και εγώ στη μέθη του οργασμού. Σβήσαμε. Ήταν η πρώτη φορά που τελειώσαμε μαζί. Έμεινα μέσα της για λίγο ακόμα και την αγκάλιασα σφιχτά. Το φως και η ζέστη της φωτιάς, τύλιγαν το άψυχο κορμί της και την έκαναν να λάμπει. Ήταν τόσο όμορφη. Την έλεγαν Καμέλια και ήταν 22 ετών.
    24 November 2017, 12:00 am
  • 3 minutes 10 seconds
    Ολίβια
    Είμαι πίσω απ’ το τιμόνι. Φοράω ένα μαύρο καπέλο με καμπυλωτό γείσο που περιορίζει ελαφρώς το οπτικό μου πεδίο. Τα ρούχα μου είναι και αυτά μαύρα. Είμαι ήρεμος. Αν απομονώσω τους εξωτερικούς ήχους μπορώ να ακούσω το αίμα να κυματίζει ήρεμα μέσα στις φλέβες μου. Με βλέπω και εμένα εκεί, καθισμένο σε μια βάρκα που την παρασέρνει το ρεύμα. Το ραδιόφωνο είναι κλειστό. Κάθεται δίπλα μου. Δεν έχει σταματήσει ούτε λεπτό να μιλάει. Δεν αντέχω τη φωνή της. Μιλάει συνέχεια για τη δουλειά της, τους φίλους της, την οικογένειά της, για μέρη που δεν έχει επισκεφτεί. Παραπονιέται για τα θέλω της και τη ζωή της. Για τον εαυτό της. Παραπονιέται ασταμάτητα. Δεν την αντέχω. Κάθε της πρόταση, κάθε της λέξη, κάθε της ήχος μου τρυπάει το δέρμα και χαλάει την ηρεμία μου. Προφασίστηκα πως ήθελα να ξεκουράσω λίγο τα μάτια μου. Σταμάτησα στην άκρη του δρόμου. Την κοίταξα ανέκφραστος. Μου είπε πως σοβάρεψα απότομα. Πέρασα τα χέρια μου στο λαιμό της και την χάιδεψα απαλά στη βάση του κεφαλιού της. Άρχισα να τη σφίγγω. Στην αρχή της άρεσε. Το θεώρησε ηδονικό παιχνίδι ίσως. Συνέχισα να τη σφίγγω όλο και περισσότερο. Στην προσπάθειά της να με σταματήσει, έπιασε με τα χέρια της τους καρπούς μου και άρχισε να με χτυπά με όση δύναμη είχε. Τι κρίμα να μην είναι δυνατή. Αν ήταν, δεν αφηγούμουν αυτή την ιστορία. Το πρόσωπό μου παρέμεινε ανέκφραστο. Τα μάτια της άρχισαν να γουρλώνουν όσο έφευγε η τελευταία ανάσα από μέσα της. Οι φλέβες στο κούτελό της ήθελαν μάταια να εκραγούν για να αφήσουν λίγο οξυγόνο να εισχωρήσει στον εγκέφαλό της. Λίγα δευτερόλεπτα ακόμα και θα τελειώσει μωρό μου, της ψιθύρισα. Η δύναμη από τα χέρια της αποχώρησε και χάθηκε στην ατμόσφαιρα. Το κόκκινο κραγιόν των χειλιών της, σκούρυνε από την ασφυξία. Τα σχιστά της μάτια έμειναν να με κοιτούν με μια ευχαρίστηση αποτυπωμένη πάνω τους. Η ομιλία της, οι επιθυμίες της, τα λόγια της, τα παράπονά της, είχαν σβήσει. Ήταν ελεύθερη πλέον.
    12 November 2017, 12:00 am
  • More Episodes? Get the App
© MoonFM 2024. All rights reserved.